προσκομιδῇ — προσκομιδή oblation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκομιδή — oblation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκομιδή — η, ΝΜΑ [προσκομίζω] 1. η πράξη τού προσκομίζω, η προσαγωγή 2. προσφορά 3. αυτό που προσκομίζεται 4. εκκλ. α) η μεταφορά τών τιμίων δώρων από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα β) (με ευρύτερη σημ.) η πρόθεση και η ιδιαίτερη ακολουθία, κατά την οποία,… … Dictionary of Greek
προσκομιδῆι — προσκομιδῇ , προσκομιδή oblation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκομιδαί — προσκομιδή oblation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκομιδῆς — προσκομιδή oblation fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκομιδήν — προσκομιδή oblation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκομιδῶν — προσκομιδή oblation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
проскомидия — часть богослужения, во время которой приготовляются св. дары , народн. проскомедия, др. русск., цслав. проскомидиɪа – то же из греч. προσκομιδή – то же (Мi. ЕW 265; Фасмер, Гр. сл. эт. 160; Срезн. II, 1569). См. сл … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Проскомидия — Василий Великий совершает проскомидию (фреска кафедрального собора в … Википедия